- ἀεικινησίᾳ
- ἀεικινησίᾱͅ , ἀεικινησίαperpetual motionfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀεικινησία — ἀεικινησίᾱ , ἀεικινησία perpetual motion fem nom/voc/acc dual ἀεικινησίᾱ , ἀεικινησία perpetual motion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεικινησία — η (Α ἀεικινησία) [ἀεικίνητος] διαρκής, αέναη κίνηση … Dictionary of Greek
ἀεικινησίας — ἀεικινησίᾱς , ἀεικινησία perpetual motion fem acc pl ἀεικινησίᾱς , ἀεικινησία perpetual motion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεικινησίαν — ἀεικινησίᾱν , ἀεικινησία perpetual motion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεικίνητος — η, ο και ος, ο (Α ἀεικίνητος, ον) αυτός που βρίσκεται σε διαρκή, αέναη κίνηση νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) δραστήριος, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. το ουδ. ως ουσ. α) το αεικίνητο βλ. λ. β) άλυτο πρόβλημα, χίμαιρα, ουτοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + κινητὸς … Dictionary of Greek
Μουσόργκσκι, Μόντεστ Πέτροβιτς — (Καρέβο, Πσκοφ 1839 – Πετρούπολη 1881). Ρώσος συνθέτης. Κατευθύνθηκε από τη μητέρα του στη σπουδή του πιάνου, αλλά υποχρεώθηκε να παραμελήσει την πρώιμη κλίση του για τη μουσική, για να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του, που τον ώθησε στην … Dictionary of Greek
ՄՇՏԱՇԱՐԺՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0290 Chronological Sequence: 8c, 12c գ. ἁεικινησία, τὸ ἁεικίνητον motus perpetuus, perennis motio. Մշտաշարժն գոլ (ըստ ամենայն առման). եւ Հանապազորդեան շարժումն. անդադար արծարծումն՝ խաղացումն՝ բերումն. *Մշտաշարժութիւնք նոցա յաստուածայինս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ЖИЗНЬ — Иисус Христос Спаситель и Жизнеподатель. Икона. 1394 г. (Художественная галерея, Скопье) Иисус Христос Спаситель и Жизнеподатель. Икона. 1394 г. (Художественная галерея, Скопье) [греч. βίος, ζωή; лат. vita], христ. богословие в учении о Ж.… … Православная энциклопедия